- γραμμογραφώ
- rayer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γραμμογραφώ — ( έω) σύρω γραμμές πάνω σε χαρτί με γραμμογράφο ή άλλο μέσο, ριγώνω, χαρακώνω … Dictionary of Greek
γραμμογραφώ — γραμμογράφησα, χαράζω γραμμές με γραμμογράφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)